Kι αυτό όχι με κάποια υποτίμηση του ρόλου του άντρα αλλά γιατί η κλινική μου εμπειρία βασίζεται κατά κύριο λόγο στη δουλειά με γυναίκες. Προσθέτοντας σ΄αυτό βέβαια και τη δική μου γυναικεία ματιά καθώς σε πολλά από όσα θα ακολουθήσουν αποτυπώνεται και η δική μου εμπειρία.
Θα μας απασχολήσει λοιπόν το πως μια γυναίκα βιώνει το διαζύγιο, η συναισθηματική της κατάσταση και στο πως διαμορφώνεται τη περίοδο μετά το διαζύγιο και κυρίως ποια είναι εκείνα τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά της γυναίκας -όχι μόνο της διαζευγμένης –που εμπλέκονται σε καταστάσεις όπως οι κρίσεις μέσα στην οικογένεια. Πρόκειται δηλαδή για μια εισήγηση που όσο παράδοξο κι αν φαίνεται εξαιτίας του τίτλου, έχει να κάνει περισσότερο με τη πρόληψη των κρίσεων καταρχήν στον εσωτερικό κόσμο της γυναίκας και κατ΄επέκταση στην οικογένειά της. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να έχουμε στο νου μας ότι όσα ειπωθούν δε σημαίνει ότι αποτελούν τους λόγους για ένα διαζύγιο!! Ή ότι αν συμβαίνουν θα οδηγήσουν σε διαζύγιο!!!
Αυτό που θα κάνουμε απλώς είναι να προβληματιστούμε πάνω σε καθημερινά θέματα που αντιμετωπίζουμε ως γυναίκες. Θέματα που κατά καιρούς με έχουν απασχολήσει και την ίδια: πώς να συνδυάσω την οικογενειακή και την επαγγελματική μου ζωή, πώς να βάλω όρια μεταξύ των δυο έτσι ώστε να μην επιβαρύνει το ένα το άλλο, τα στερεότυπα που έχω για τους ρόλους του άντρα και της γυναίκας, οι τύψεις όταν δουλεύω αρκετά και δεν προλαβαίνω να κάνω τα πάντα….Σκοπός είναι να φωτίσουμε τα θέματα αυτά όσο μπορούμε περισσότερο, έτσι ώστε η καθεμιά αλλά και ο καθένας να φύγει με όσα περισσότερα ερωτηματικά γίνεται. Γιατί έτσι είναι και οι ανθρώπινες σχέσεις, δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές και οδηγοί για μια καλύτερη σχέση. Η γνώση βρίσκεται μέσα στη καθεμιά και στον καθένα. Όσο περισσότερο αναρωτιέται και ψάχνει τόσο πιο κοντά στην ευτυχία του φτάνει και όσο πιο ευτυχισμένη και ευτυχισμένος είναι τόσο πιο όμορφες σχέσεις χτίζει.
Θα ξεκινήσουμε με ένα σύντομο ορισμό για το ποιες είναι οι μονογονεικές οικογένειες. Το θέμα με την ενασχόληση μου με τις γυναίκες μονογονείς είναι ότι στάθηκε ως η αφορμή για να συνειδητοποιήσω τις ομοιότητες που έχουμε οι γυναίκες μεταξύ μας όταν βιώνουμε την ίδια κατάσταση αλλά και όχι μόνο. ¨Εχουμε κοινά σημεία καθώς μεγαλώνουμε σε έναν συγκεκριμένο πολιτισμό που αντιμετωπίζει τη γυναίκα αλλά και τον άντρα αποδίδοντας τους συγκεκριμένους και συχνά άκαμπτους ρόλους.
Άς ξαναγυρίσουμε όμως στον ορισμό.
«Μονογονεική χαρακτηρίζεται η οικογένεια στην οποία ένας γονιός χωρίς σύζυγο ή σύντροφο, ανεξάρτητα από το λόγο που έχει μείνει μόνη/ος και από την ύπαρξη άλλων ενήλικων μελών από την οικογένεια, ζει με έναν τουλάχιστο ανύπαντρο παιδί εξαρτημένο από αυτή/όν.»
Η εμπειρία και τα όσα ειπωθούν αναφορικά με τη γυναίκα μονογονέα απορρέει από την υλοποίηση προγράμματος συμβουλευτικής για γυναίκες αρχηγούς μονογονεικών οικογενειών που αφορούσε το Δυτικό κομμάτι του Νομού της Θεσσαλονίκης και πραγματοποιήθηκε από τον Απρίλιο έως και τον Δεκέμβριο του 2003. Η εμπειρία όσον αφορά τις υπόλοιπες γυναίκες προέρχεται όπως είπα και προηγουμένως από τη κλινική μου πρακτική .
«Για πολλές γυναίκες η απειλή ή η διακοπή μιας σχέσης δε σημαίνει μόνο την απώλεια μιας σχέσης αλλά και την απώλεια ενός μέρους του εαυτού τους» αναφέρει η Jean Baker Miller, η οποία έχει αναπτύξει τη ψυχολογική της θεωρία για την ανάπτυξη της γυναικείας ταυτότητας.
«Καθώς οι δεσμοί και οι σχέσεις με τους άλλους αποτελούν τη βασική αρχή πάνω στην οποία οι γυναίκες οργανώνουν τη ζωή τους». Ιδιαίτερα μάλιστα όταν η σχέση η οποία διακόπηκε ήταν ο γάμος τους.
Πέρα από την προσωπική ιστορία της κάθε γυναίκας και το πώς η ίδια τη βίωνε υπήρχαν κοινά χαρακτηριστικά τα οποία θεωρώ ότι συνδέονται με κάποια από τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν τη γυναικεία ταυτότητα, βάση της θεωρίας της Miller και τα οποία θα αναπτύξω παρακάτω. Τα κοινά αυτά χαρακτηριστικά είναι καταρχήν ο θυμός απέναντι στον άνδρα που είτε έφυγε είτε σύμφωνα με τη δική τους άποψη ήταν ανίκανος να φροντίζει την οικογένεια. Σε κάποιες περιπτώσεις παρουσιαζόταν ως ένας άνθρωπος που δεν είχε καμία σχέση με αυτόν που παντρεύτηκαν, που μετά το γάμο άλλαξε. Οι δυο πόλοι στους οποίους βρίσκονταν ήταν γυναίκες που δούλευαν, που είχαν αναλάβει σχεδόν όλες τις ευθύνες του σπιτιού και της οικογένειας και είχαν μια εικόνα για τον εαυτό τους της σούπερ γυναίκας. Είναι αξιοσημείωτο ότι μετά το διαζύγιο οι γυναίκες αυτής της κατηγορίας εμφάνισαν ψυχοσωματικές ασθένειες όπως καρκίνος, ρευματοειδή αρθρίτιδα). Από την άλλη μεριά ήταν γυναίκες, που είχαν χτίσει τον κόσμο τους γύρω από τον άντρα και τα παιδιά τους, δεν είχαν καμιά επαφή με τον έξω κόσμο και με την πραγματικότητα και είχαν αφιερώσει τον εαυτό τους στη φροντίδα της οικογένειας.
Και στις δυο περιπτώσεις δεν είχαν αντίληψη της δικής τους ευθύνης και στις δυο συνθήκες ο άλλος ήταν ο κακός. Παρόλα αυτά υπήρχαν οι τύψεις κυρίως για τα παιδιά, όταν παίρνουν οι ίδιες την απόφαση, η απόρριψη όταν ο άλλος έφευγε, το κλείσιμο στον εαυτό και στις δυο περιπτώσεις. Η αυτοεκτίμηση τους ήταν είτε εμφανώς καταρρακωμένη είτε θέλανε να δείξουν ότι είναι πάρα πολύ καλά κάτι που όπως αποδείχτηκε ήταν η μισή αλήθεια.
Σχεδόν όλες δεν είχαν συνεχής επαγγελματική πορεία παρόλο που κάποιες εργάζονταν, όμως αυτό ήταν κατά διαστήματα. Η έλλειψη επαγγελματικών προσόντων σε συνδυασμό με την αδυναμία σε κοινωνικές δεξιότητες αλλά και την ελλιπής γνώση της πραγματικότητας
καθιστούσαν απαραίτητη τη συμβουλευτική προκειμένου να ενταχθούν στην κοινωνία.
Η αρνητική εικόνα που είχαν για τον εαυτό τους, οι οικονομικές δυσκολίες καθώς και το γεγονός ότι οι περισσότερες μετά το διαζύγιο επέστρεφαν στην εστία της πατρικής τους οικογένειας (γονείς), -όπου περιπλέκονταν οι ρόλοι καθώς η ίδια έβλεπε το γονεικό της ρόλο να χάνει σε ισχύ απέναντι στα παιδιά της ενώ η ίδια ξαναγίνεται παιδί απέναντι στους γονείς της π.χ. η Χ.- η δυσκολία να αντιμετωπίσουν τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα της κοινωνίας μας απέναντι στη μόνη-χωρίς άντρα- γυναίκα, όλα αυτά ενίσχυαν τον κίνδυνο αποκλεισμού τους με ό,τι αυτό συνεπάγονταν για την ίδια σε συναισθηματικό επίπεδο (συχνές περιόδους καταθλιπτικής διάθεσης, συνολικότερη δυσκολία να αναλάβουν τη ζωή τους).
Όταν οι γυναίκες ξεκίνησαν τη συμβουλευτική οι περισσότερες ήταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Είχαν κλειστεί στον εαυτό τους, έβλεπαν πολύ καχύποπτα τους άλλους, είχαν άσχημη εικόνα για τον εαυτό τους, έντονες καταθλιπτικές περιόδους, χωρίς να εμπιστεύονται κανέναν και χρεώνοντας στον εαυτό τους πολλά από τα άσχημα που είχαν συμβεί όχι όμως με διάθεση αναγνώρισης των αδυναμιών αλλά με τιμωριτική στάση απέναντι στον εαυτό τους. Μέσα από τη συμβουλευτική διαδικασία και σε ένα κλίμα αποδοχής, αναγνώρισης, σεβασμού, εμπιστοσύνης και ενθάρρυνσης μπόρεσαν να κοιτάξουν προς τα μέσα, στον εαυτό τους και με ειλικρίνεια να κοιτάξουν τα όσα συνέβησαν, να αναλάβουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης, να κινητοποιηθούν και να σταθούν στα πόδια τους.
Ας δούμε όμως τώρα ποια από τα παραπάνω ψυχολογικά χαρακτηριστικά της μόνης-χωρίς άντρα- γυναίκας ταυτίζονται με τα χαρακτηριστικά της ταυτότητας της γυναίκας όπως αυτή διαμορφώνεται σε όλες τις βιομηχανοποιημένες κοινωνίες του Δυτικού πολιτισμού. Και η κρίση στην οικογένεια θα ειδωθεί μέσα από το πρίσμα της κρίσης της ταυτότητας και του ρόλου της γυναίκας όπως αυτή βιώνεται σήμερα από την ίδια και τους γύρω της.
Η γυναίκα του σήμερα έχει πίσω της σαν ιστορία το σαφή και οριοθετημένο ρόλο που της είχαν αποδώσει αυτό της υπεύθυνης για τη βιολογική και μόνο επιβίωση του ανθρώπινου είδους. Παρά τις συνεχείς συγκρούσεις η απαιτούμενη ισορροπία μεταξύ των φύλων επιτυγχάνονταν.
Από τη στιγμή όμως που η γυναίκα βγήκε στην αγορά εργασίας όλα άρχισαν να αλλάζουν. Πολλά και αντικρουόμενα τα στοιχεία που έχει να συνθέσει. Τη μητέρα της είτε αφοσιώθηκε στα οικιακά είτε προσπάθησε να συνδυάσει τον οικογενειακό με τον επαγγελματικό ρόλο την αισθάνεται απογοητευμένη, καταπιεσμένη, συχνά σε αδιέξοδο. Η μητέρα της τη θυμώνει με τη καρτερικότητά της αλλά και με τις παροτρύνσεις της, τις συμβουλές, τις πιέσεις που μοιάζουν να της λένε συγχρόνως δυο αντίθετα πράγματα: «κάνε αυτά που δεν έκανα εγώ, ζήσε, ελευθερώσου, αλλά γίνε σαν εμένα. Συμβιβάσου». Πως άραγε να ελευθερωθώ και να συμβιβαστώ;
Η εσωτερική σύγκρουση στην οποία βρίσκεται πολύ γρήγορα γίνεται σύγκρουση με τον σύζυγο και η οικογενειακή εστία πεδίο συνεχών εντάσεων. Η ίδια αλλά και ο άνδρας εναλλάσσονται σε ρόλους κυριαρχίας και υποταγής, ένα φαινόμενο στερητικό και καταστροφικό και για τους δυο και φυσικά για τη σχέση τους.
Η γυναίκα παλεύει αν και τις περισσότερες φορές δεν συνειδητοποιεί τα στερεότυπα που ακόμη και η ίδια έχει για τον εαυτό της και βάση αυτών δρομολογεί τη ζωή της έχοντας την εντύπωση ότι έτσι θα ευτυχήσει.
Πολλές από τις γυναίκες του προγράμματος συνειδητοποιούσαν ότι οι επιλογές που κάνανε στη ζωή τους μόνο επιλογές που δε φαντάζανε τότε παρά τις μόνες λύσεις.
Η γυναίκα νιώθει ευάλωτη, αδύναμη και αβοήθητη καθώς υποφέρει περισσότερο από κοινωνικές διακρίσεις, είναι οικονομικά εξαρτημένη, έχει χαμηλή αυτοπεποίθηση και μικρές φιλοδοξίες.
Έχει περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσει κατάθλιψη, υστερία, φοβία και διαταραχές διατροφής όπως νευρική ανορεξία και βουλιμία καθώς στρέφει τα αρνητικά συναισθήματα, το άγχος και τη σύγκρουση προς τα μέσα, ενάντια στον εαυτό της. Εκδηλώνοντας έτσι συμπεριφορές αυτοκριτικής, αυτοκαταστροφικές και υποτιμητικές για τον εαυτό της.
Είναι συναισθηματική, συγκεντρώνεται τόσο πολύ στα συναισθήματα των άλλων που δεν χρησιμοποιεί αυτή της την ικανότητα για να εξερευνήσει και να αναγνωρίσει τον εαυτό της. Προσφέρει τόσο που θεωρεί ότι πρέπει να προσφέρει συνεχώς και με κάθε τρόπο, δίχως η ίδια να επιτρέπει στον εαυτό της και να πάρει. Είναι παθητικά δραστήρια, η ενασχόληση της με το σπίτι και τα παιδιά είναι «γυναικεία δουλειά» και δεν αναγνωρίζεται ως αληθινή δραστηριότητα ούτε καν από την ίδια.
Συμμετέχει στην εξέλιξη των άλλων με έναν τρόπο όμως αποκλειστικό προς τους άλλους χωρίς την ισότιμη ευκαιρία της προσωπικής της ανάπτυξης. Αυτό αποτελεί φαινόμενο καταπίεσης. Εξυπηρετεί τις ανάγκες των άλλων. Η ζωή της ολόκληρη οργανώνεται γύρω από τη φροντίδα των άλλων. Μερικές γυναίκες μάλιστα πιστεύουν ότι οι άλλοι θα τις αγαπήσουν και θα τις εκτιμήσουν περισσότερο επειδή τους εξυπηρετούν τόσο πολύ και τόσο καλά. Έτσι δημιουργούν σχέσεις εξάρτησης οι οποίες αποβαίνουν καταστροφικές τόσο για τις ίδιες όσο και για την ίδια τη σχέση. Με αποτέλεσμα όταν η σχέση διαλύεται να διαλύονται και αυτές.
Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά συνήθως εκλαμβάνονται ως αδυναμίες τόσο από τους άλλους όσο και από τις ίδιες τις γυναίκες. Και είναι όντως έτσι όταν αυτά ειδωθούν ως άκαμπτες πλευρές της γυναικείας ταυτότητας και όχι ως βάση για να γνωρίσει η γυναίκα τον εαυτό της, να τον αγαπήσει και να τον εξελίξει όπως εκείνη επιθυμεί. Με αυτόν τον τρόπο τα ίδια αυτά γνωρίσματα αποτελούν δυνατότητες για τη γυναίκα. Εφόσον τα συνειδητοποιήσει, ποια είναι, πως την επηρεάζουν και βρει τη δική της θέση μέσα σε όλα αυτά.
Μέσα από μια τέτοια θεώρηση η κρίση είναι γόνιμη κι όχι καταστροφική.
Όταν η γυναίκα αρχίσει να αμφισβητεί την αληθινή ποιότητα των σχέσεων της και αρχίσει να σκέφτεται πώς να τις βελτιώσει ή να τις αλλάξει, αντί μόνο να σκέφτεται πώς να ευχαριστήσει τους άλλους και να υποταχθεί στις επιθυμίες και προσδοκίες τους, θα κατανοήσει τον εαυτό της.
Με αυτό τον τρόπο έρχεται και η αλλαγή, η ανάπτυξη που είναι το ουσιαστικό νόημα της ζωής. Κι έχω δει γυναίκες να αλλάζουν. Να φροντίζουν τον εαυτό τους αρχικά την εξωτερική τους εμφάνιση. Να κινητοποιούνται παίρνοντας τη ζωή τους στα χέρια τους. Γυναίκες κλεισμένες στο σπίτι τους και στον εαυτό τους να βγαίνουν έξω. Να γίνονται μέλη συλλόγων και μαζί με άλλους να παλεύουν για κοινά οράματα και στόχους. Να κάνουν σεμινάρια, να βρίσκουν δουλειά, να αλλάζουν δουλειά γιατί δε βλέπουν πια τη δουλειά απλώς ως ένα συμπλήρωμα στο οικογενειακό εισόδημα αλλά και ως ένα μέσο προσωπικής ικανοποίησης.
Με έναν άμεσο και καθημερινό τρόπο η γυναίκα βιώνει την αλλαγή καθώς ασχολείται με την ανάπτυξη όλων μας. Η ίδια είναι φορέας αλλαγής: φέρνει νέες ζωές στον κόσμο. Η ανάπτυξη είναι συνυφασμένη με τη ζωή της. Έτσι αναπτύσσεται η ίδια και κατ΄επέκταση και οι γύρω της.