Δεύτερον μπορεί δραστικά να επηρεάσει τη ζωή του ανθρώπου/ασθενή στερώντας του τη δυνατότητα να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του και ευθύνες του απέναντι στην οικογένεια και τη κοινωνία. έπειτα χτυπά σε στιγμές που ο θεραπευτής δε μπορεί να είναι παρών/παρούσα ή να στηρίξει τον ασθενή. Τέλος αποτελεί μια οξύτατη απώλεια της αυτονομίας για ατομα που συχνά ήταν ένθερμοι οπαδοί της ανεξαρτησίας.
Σύμφωνα με το DSM IV κρίση πανικού αποτελεί μια συγκεκριμένη περίοδο από έντονο φόβο ή δυσφορία που συνοδεύεται από σωματικά ή γνωστικά συμπτώματα. Συγκεκριμένα τρέμουλο, ταχυκαρδία, ιδρώτας, αίσθηση αδυναμίας αναπνοής, αίσθηση πνιξίματος , πόνος στο στήθος, ναυτία και στομαχική δυσφορία, αίσθηση ζαλάδας, αστάθειας, ζαλισμένος ή λιπόθυμος, αίσθηση αποκομμένου από τη πραγματικότητα και από τον εαυτό του, φόβο ότι θα χάσει τον έλεγχο ή ότι θα τρελαθεί, φόβος θανάτου, παραισθήσεις. Χρειάζεται κάποιος να έχει τουλάχιστον 4 από τα παραπάνω συμπτώματα.
Η κρίση ξεκινά ξαφνικά, κλιμακώνεται γρήγορα, και συχνά συνοδεύεται από μια αίσθηση θανάτου που έρχεται ή καταστροφής και μια αίσθηση άμεσης ανάγκης να αποστασιοποιηθεί.
Οι κρίσεις πανικού γίνονται αντιληπτές σαν επεισόδια ασυνέχειας: πήγαινα στη δουλειά όταν ξαφνικά η καταστροφή χτύπησε…. Ξαφνικά καταρρέουν όλα όσα μας στηρίζουν και θεωρούμε δεδομένα και οικεία. Στη θεραπεία γκεστάλτ θεωρούμε ότι η κάθε εμπειρία μας γίνεται κατανοητή σαν μια μορφή που αναδύεται από ένα φόντο. Στη κρίση πανικού το φόντο θρυμματίζεται και η μορφή διαλύεται. Η μορφή σα μια δημιουργική σύνθεση του εαυτού μπορεί να σχηματιστεί αν μια σειρά επαφών διαμορφώσουν και διατηρήσουν το φόντο για όσο χρειάζεται η επαφή προκειμένου να ολοκληρωθεί καθώς η διέγερση μεγαλώνει μέχρι ο οργανισμός να αποσυρθεί. Μετά τη πρώτη κρίση πανικού οι ασθενείς αρχίζουν και χάνουν την εμπιστοσύνη τους σε επαφές που συνήθως θεωρούσαν δεδομένες. «Μπορώ να εμπιστευτώ το σώμα μου; την αίσθηση προσανατολισμού μου; στους ανθρώπους γύρω μου;». Ο φόβος για περαιτέρω κρίσεις εγκαθίσταται και οι ασθενείς αρχίζουν να αποφεύγουν τις καταστάσεις όπου οι κρίσεις πανικού συνέβησαν. Πράγματα που θεωρούνταν δεδομένα και άνηκαν στο φόντο έρχονται ως μορφή. «Αναπνέω καλά; υπάρχουν οικεία πρόσωπα γύρω μου; θα μπορέσουν τα πόδια μου να με στηρίξουν; θα εξακολουθήσει η καρδιά μου να χτυπά; θα μπορέσω να βρω το δρόμο για το σπίτι;» Ο πραγματικός κόσμος υπάρχει μόνο στη διαρκώς ανανεωμένη υπόθεση της συνέχισης της εμπειρίας. η στιγμιαία κατάρρευση αυτής της υπόθεσης είναι η λέξη κλειδί στις κρίσεις πανικού. Αποκαθίσταται αμέσως αλλά η άβυσσος που έχει έστω προσωρινά ανοίξει είναι τόσο τρομακτική που ο φόβος για την επιστροφή του φέρνει τη συμφορά στη ζωή του ασθενούς. Ο ασθενής εισέρχεται σε μια αυθεντική και τρομακτική εμπειρία του να έχει βρεθεί έξω στο κόσμο απροστάτευτος.
Ο συνήθης τρόπος διακοπής της επαφής έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο το περιορισμό στη προσωπική εξέλιξη αλλά το φόντο που υποστηρίζει τον ασθενή. Οι ασφαλείς , νευρωτικοί και στερεοτυπικοί τρόποι που έχει φτιάξει για να ανταπεξέρχεται στη καθημερινή ζωή χάνονται και από την άλλη υπάρχει ανεπαρκής υποστήριξη από το φόντο. Ο πανικός είναι μια μορφή κοψίματος στο νευρωτικό τρόπο , ένα άνοιγμα σε ένα νέο είδος επαφής με το περιβάλλον που όμως δε μπορεί να έχει συνέχεια γιατί η έκθεση στο καινούργιο είναι πολύ μεγάλη για το άτομο να τη διαχειριστεί, ρίχνει πολύ αλάτι στη πληγή της/του της προσωπικής του/της ιστορίας. Από μια άλλη οπτική μπορούμε να δούμε τη χαραμάδα που ανοίγει κατά τη κρίση πανικού σα μια διέξοδο στο στερεοτυπικό κόσμο μέσα στον οποίο το άτομο ζει. Ως τέτοιο απαιτεί μια νέα μορφή δημιουργικής προσαρμογής.
Παράδειγμα
Μια κοπέλα 24 χρονών μοναχοπαίδι που είχε τάση να αναστρέφει. (αναστροφή= όταν κπ αναστρέφει τη συμπεριφορά του κάνει στον εαυτό του ό,τι προσπάθησε να κάνει στους άλλους. το περιβάλλον κυρίως οι άλλοι, στάθηκαν απόντες στη προσπάθεια του να ικανοποιήσει τις ανάγκες του.
Υποφέρει από κρίσεις πανικού εδώ και έξι μήνες. Είναι φυσιοθεραπεύτρια και έφυγε από το πατρικό της για δουλειά πριν ένα χρόνο και πηγαίνει στους γονείς τα σ/β. έχει μια σταθερή σχέση εδώ και 5 χρόνια.
«Η ζωή μου ήταν μια χαρά. δεν καταλαβαίνω γιατί συνέβη αυτό το φοβερό πράγμα κι έχει φέρει τα πάνω κάτω. ξαφνικά δε μπορώ να κοιμηθώ μόνη, να οδηγήσω. αυτό που την έχει διαλύσει πάνω από όλα είναι η αλλαγή στον εαυτό της. Ήμουν πάντα πολύ ανεξάρτητη. Θυμάμαι σα παιδί να παρηγορώ τα άλλα παιδιά που κλαίγανε όταν θα πηγαίναμε εκδρομή μακριά από τους γονείς. Πάντα τα κατάφερνα όλα μόνη και τώρα χρειάζομαι το φίλο μου να μου κρατάει το χέρι πριν πάω οπουδήποτε».
Τη πρώτη φορά της συνέβη στο σπίτι μόνη. Άρχισε να μη νιώθει καλά. «Δεν ήταν τίποτα» θυμάται «αλλά αν είχε εξελιχθεί σε κάτι σοβαρό τι θα έκανα; Δε το σκεφτόμουν τότε αλλά άρχισε μετά να με απασχολεί. Άρχισε να χτυπά η καρδιά μου τρελά και νόμιζα ότι θα πέθαινα».
Από τη δουλειά που έγινε με το θεραπευτή αποκαλύφθηκε ότι ζούσε με ένα φόντο πίσω της με πολλές και γρήγορες αλλαγές τραυματικά υπαρξιακό. Λίγο πριν τη πρώτη κρίση είχε μόλις φύγει από το πατρικό της, άλλαξε δουλειά και ενεπλάκη σε ένα τροχαίο σοβαρό, όπου η καλύτερη φίλη της παραλίγο να πεθάνει. Αυτά από μόνα τους βέβαια δεν είναι αρκετά να εξηγήσουν τις κρίσεις. Ο παράγοντας κλειδί είναι ότι η ανεξάρτητη προσωπική της εξέλιξη δε μπορεί να εξελιχθεί σε συμφωνία με το μοντέλο αυτάρκειας που έμαθε από την οικογένεια της. «Συνειδητοποιώ ότι στην οικογένεια μου δεν ήταν δυνατό για μένα να εκφράσω το δικό μου πόνο και άγχος. Η μητέρα μου θα πάθαινε πανικό και ο πατέρας μου θα κατέληγε να τη παρηγορεί αντί για μένα. Δε μιλούσα ποτέ για τα προβλήματα μου. Ήμουν πάντα η τέλεια κόρη. Ακόμη και τώρα δε ξέρουν τίποτα για τις κρίσεις μου κα τη θεραπεία. Αυτό που έχω με το φίλο μου είναι πολύ ωραίο , νιώθουμε και οι δυο ελεύθεροι και ανεξάρτητοι όμως συχνά νιώθω μόνη».
Στη ζωή της η πιθανότητα να έχει ανάγκη κάποιον άλλο και να είναι εύθραυστη έχει ως αποτέλεσμα τη κρίση στο αναστροφικό τρόπο επικοινωνίας της. Έμαθε να καταπιέζει τις ανάγκες της καθώς το περιβάλλον δεν ανταποκρινόταν σε αυτές. Είχε φτιάξει τη δική της αίσθηση ασφάλειας πάνω στην ικανότητα της να ελέγχει το περιβάλλον της. Η κρίση της απορρέει από μια εμπειρία που αποκάλυψε τη χωρίς έλεγχο φύση του ίδιου της του σώματος, ως μια συνέπεια της αναστροφικής της τάσης, να συμβολίσει ένα εξωτερικό περιβάλλον. «Κι αν ήμουν άρρωστη; Τι θα συνέβαινε; πως θα τα κατάφερνα μόνη μου;» τη στιγμή αυτή συνειδητοποιεί, κι αυτό τη τρομοκρατεί, την αδυναμία της και την ανάγκη της για τους άλλους. Στο σημείο αυτό ο έλεγχος και η αυτάρκεια σταματούν να είναι εφικτά, μπαίνει σε ένα νέο και αβέβαιο χώρο όπου θα βρει τον εαυτό της να χρειάζεται τη στήριξη των άλλων. Αυτός είναι ένας χώρος που πάντα είχε μάθει να αποφεύγει. Πρέπει να βρει νέους τρόπους να διασχίσει αυτό το νέο χώρο: νέους τρόπους να είναι με τον εαυτό της και τις ανάγκες της μαζί με τους άλλους, νέους τρόπους να ανήκει που δεν επικεντρώνονται στην αυτάρκεια μόνη. θα ναι μια θεραπευτική εμπειρία να νιώθει ολόκληρη όταν νιώθει άπορη και μικρή, χωρίς να νιώθει εγκαταλελειμμένη, να την έχουν απορρίψει και ταπεινώσει. Θα ξαναφτιάξει τις σχέσεις της βάζοντας σε αυτές την ευαλωτότητα της και να δέχεται τη στήριξη όταν τη χρειάζεται. Από την εμπειρία της έμαθε ότι δεν υπάρχει αυτονομία χωρίς την αίσθηση του ανήκειν και ελευθερία χωρίς διαπροσωπικούς δεσμούς.
Από το «οίκος» στο «πόλις»
Από μια επιδημιολογική ματιά η περίοδος κορύφωσης για τα άτομα για να έχουν τη πρώτη κρίση πανικού είναι το τέλος της εφηβείας και την ηλικία των 35 χρόνων. Στις μέρες μας η περίοδος αυτή στο κύκλο της ζωής είναι που τα άτομα φεύγουν από τη πατρική οικογένεια και αποκτούν περισσότερη ανεξαρτησία. Σήμερα η μετάβαση αυτή είναι περισσότερη αβέβαιη από ποτέ μιας και τόσο οι ρίζες στη πατρική οικογένεια όσο και τα νέα δίκτυα σχέσεων που το άτομο προσπαθεί να φτιάξει είναι αβέβαια και σαθρά. Για τον αποχωρισμό η πατρική οικογένεια πρέπει να φτιάξει ένα φόντο που να είναι άμεσα σταθερό και ευέλικτο. Το νέο περιβάλλον έξω από την οικογένεια πρέπει να προσφέρει σημεία αναφοράς με τα οποία το άτομο να μπορεί να σχετιστεί. Θα πρέπει να υπάρχουν νέα, σταθερά και ανοιχτά δίκτυα ανήκειν προκειμένου το άτομο να μπορεί να ταυτιστεί ή να διαφοροποιηθεί από αυτά. Το πέρασμα από το οίκος στο πόλις (οίκος=από τα αρχαία ελληνικά η οικογένεια, το ανήκειν σε λίγους, κοντινές φιλίες) (πόλις= η πόλη, οι πολλοί, το άνοιγμα στο κόσμο) φαίνεται να είναι ένας παράγοντας κλειδί στις κρίσεις, στο ξεκίνημα τους. Το κρίσιμο πέρασμα περιλαμβάνει μια βαθιά αναδιάρθρωση στους δεσμούς και στο φόντο εκθέτοντας τον/την στη μοναξιά και την ευαλωτότητα. Το νέο πλαίσιο στο οποίο βρίσκεται έχει νέες και πρωτοφανείς απαιτήσεις, που οι τρόποι διακοπής της επαφής που έμαθε στο οίκος ίσως να είναι ανεπαρκείς. Το ανήκειν είναι ένα σημαντικό στοιχείο του φόντου στο οποίο το άτομο ριζώνει και το οποίο προσφέρει τροφή και ασφάλεια στο πιο βασικό και θεμελιώδες επίπεδο. Όταν το άτομο απομακρύνεται από το σπίτι του, από την οικογένεια του, αυτό το φόντο πρέπει να καταστραφεί και να ξαναφτιαχτεί. Η αστάθεια του εκθέτει τον οργανισμό στο ρίσκο της ξαφνικής κατάρρευσης και αυτό οδηγεί στις κρίσεις πανικού. Οι ασθενείς που υποφέρουν από κρίσεις κρέμονται ανάμεσα σε παλιές σχέσεις που δε τους προσφέρουν πια στήριξη και σε μελλοντικές που όμως ακόμη δεν έχουν γίνει υποστηρικτικές.
Η μεταμοντέρνα δυσκολία να βρει κανείς υποστήριξη στο «πόλις» συνδέεται και προκύπτει κατά τα στάδια αυτά της ζωής όπου τα άτομα είναι στη διαδικασία να εγκαταλείψουν τα υπάρχοντα δίκτυα όπου νιώθουν ότι ανήκουν και να αυξήσουν την αυτονομία τους. Φαίνεται ότι οι κρίσεις πανικού χτυπάνε αυτή ακριβώς τη στιγμή, όπου η αυτονομία του ατόμου αυξάνεται, σε ανισορροπία με τη στήριξη που παίρνει από τα δίκτυα που ανήκει ή αλλιώς η κίνηση του μακριά από το «οίκος» δε λαμβάνει αρκετή στήριξη από το «πόλις».
Η σημαντική αλλαγή στα δίκτυα που το άτομο ανήκει συνήθως συμβαίνει για έναν από τους δυο λόγους: είτε εξαιτίας κάποιας απώλειας που δεν οφείλεται στη πρόθεση του ατόμου, είτε το άτομο μεγαλώνει μακριά από τα δίκτυα ανήκειν που έχει φτιάξει. Στη πρώτη περίπτωση μπορεί να είναι αποτέλεσμα μιας δραματικής αλλαγής του πλαισίου (π.χ. μετακόμιση) ή απώλειας μιας σημαντικής σύνδεσης που είχε συναισθηματική επίδραση (π.χ. θάνατο ενός γονιού, το τέλος μιας σχέσης). Στη δεύτερη περίπτωση οι κρίσεις είναι σύμπτωμα μιας γρήγορης ανάπτυξης που εξελίσσεται. Ο ασθενής ίσως έχει βρεθεί σε μια ξαφνική απώλεια αυτονομίας τη στιγμή ακριβώς που πάλευε για περισσότερη αυτονομία. «Τι μου συμβαίνει; Νόμιζα ότι έκανα όλες τις σωστές κινήσεις και τώρα όμως νιώθω άσχημα. Νιώθω σα να περπατάω σε αβγά και είναι τρομακτικό». Πράγματι οι κρίσεις στο ξεκίνημα τους φέρνουν συχνά μαζί μια απώλεια της ανεξαρτησίας που το άτομο τη νιώθει ως ένα πισωγύρισμα που απογοητεύει. «Δε μπορώ πια να κάνω πράγματα που τα θεωρούσα δεδομένα». Η αντίφαση που φαίνεται ανάμεσα στην έντονη τάση για αυτονομία και στην ανάγκη που εκφράζει η αναζήτηση βοήθειας από θεραπευτή μπορεί επίσης να είναι πηγή σύγχυσης. Εδώ συναντάμε τη ναρκισσιστική κοινωνία που λέει: πρέπει να τα καταφέρεις μόνος, το πιο σημαντικό είναι να είσαι καλά με τον εαυτό σου, δε πρέπει να στηρίζεσαι στους άλλους.
Το σημαντικό εδώ με τη βοήθεια του θεραπευτή είναι να βοηθηθεί ο ασθενής να γίνει περισσότερο αυτόνομος όχι όμως εντελώς ανεξάρτητος. Αντίθετα να αποδομήσει, να απομυθοποιήσει σχέσεις όπου ανήκε προκειμένου να φτιάξει νέες. Το να ωθήσεις τον ασθενή να αυτονομηθεί πρόωρα (για πχ να τον συμβουλεύσεις να τριγυρνά μόνος) είναι σα να συμπράττει με μια ναρκισσιστική τάση που συνήθως είναι αυτή που επιδεινώνει τα προβλήματα. Η αυτονομία προκύπτει αυθόρμητα από τη κατασκευή ενός υγιούς, σταθερού και ευέλικτου τρόπου να ανήκω. Η αυτονομία τρέφεται από την αίσθηση του ανήκειν. Τα δυο δεν είναι αντίθετα. Πράγματι όπου η αυτονομία είναι η μορφή ,το να ανήκω είναι το φόντο.
Η θεωρία βέβαια αυτή για τη κίνηση προς την αυτονομία μας φέρνει σε ένα από τα ζητήματα κλειδιά στις κρίσεις τη μοναξιά. Η ευθραστότητα των δικτύων ανήκειν, η διαφοροποίηση και η απομάκρυνση από το «οίκος», όλα αυτά εκθέτουν το άτομο στο ρίσκο της μοναξιάς που είναι όχι μόνο πονετικό αλλά ασταθές και τρομακτικό. Στο σημείο αυτό θα αναφέρουμε μια άλλη περίπτωση μιας γυναίκας. Σε κάποια φάση στη πορεία της θεραπείας της άρχισε να υποφέρει από έντονη αίσθηση άγχους και φόβου ότι θα αρρωστήσει, κάτι που συνέβαινε μόνο τα απογεύματα και κάποιες φορές οδηγούσε σε μια ολοκληρωμένη κρίση πανικού όπου φοβόταν ότι θα πεθάνει από καρδιά. Σε κάποια στιγμή επίγνωσης συνειδητοποίησε τη κεντρική ιδέα σε αυτή τη νέα διαταραχή: «φοβάμαι ότι θα πεθάνω…όχι στη πραγματικότητα φοβάμαι ότι θα πεθάνω μόνη». Η θεραπεία της τώρα ήταν στη φάση προετοιμασίας της να αντιμετωπίσει το φόβο του θανάτου από δυο πλευρές. Τη πρώτη ο φόβος της να χάσει αγαπημένα πρόσωπα. Συγκεκριμένα ξαφνιάστηκε όταν κατάλαβε ότι υπέφερε από το φόβο της ότι θα χάσει τους γονείς της. Αυτό το άγχος ήταν ένα σημάδι μιας νέας διεργασίας της αίσθησης του ανήκειν στην οικογένειά της. Δεύτερο ανακάλυψε ότι οι κρίσεις το απόγευμα συνδέονταν με μια αίσθηση απομάκρυνσης από τον άντρα της σε μια περίοδο μοναξιάς και λίγης κοντινότητας ανάμεσα στο ζευγάρι. «Δε φοβάμαι ότι θα πάθω κάτι στη δουλειά αλλά φοβάμαι ότι θα πεθάνω μόνη στη κρεβατοκάμαρα». Ο φόβος άλλαξε μορφή. «Φοβάμαι λιγότερο ότι θα πάθω καρδιά. νιώθω ότι η καρδιά μου θα σπάσει από τα κλάματα». Κατάλαβε τη μοναξιά μέσα στην οποία είχε περάσει τη ζωή της. Σε αυτό το σημείο μετά την επίγνωση που είχε μπορούσε να νοηματοδοτήσει και να ξεκαθαρίσει το φόβο της. «Είμαι τόσο μόνη που θα πεθάνω από αυτό». Από αυτή τη στιγμή ο φόβος του θανάτου αντικαταστάθηκε ως μορφή από το πόνο της μοναξιάς, μια μορφή πάνω στην οποία μπορούσαμε πια να έχουμε πρόσβαση και να δουλέψουμε στη πορεία της θεραπείας. Ο φόβος της ήταν ακατανόητος, αποκομμένος από την ιστορία της, σα μια μορφή που κρέμεται χωρίς φόντο. Αντίθετα ο πόνος της είχε τις ρίζες του στις εμπειρίες που σταδιακά άρχισε να ανακαλεί στη μνήμη της. Μοναξιά και απομόνωση είναι συχνά το φόντο όπου ο φόβος του θανάτου κινητοποιείται τόσο καταστροφικά στις κρίσεις πανικού. Ο Μ. ένας άλλος ασθενής που υπέφερε από διαταραχές πανικού έκανε την ακόλουθη κατατοπιστική σύνθεση: η κρίση πανικού είναι κατά βάση μια επίθεση έντονης μοναξιάς.
Συγκεκριμένη στήριξη: χτίζοντας το φόντο
Η θεραπεία για ασθενείς που υποφέρουν από διαταραχή πανικού μπορεί να χωριστεί σε 4 συγκεκριμένα στάδια που σηματοδοτούν 4 σημαντικές στιγμές στο θεραπευτικό πέρασμα για τον ασθενή:
1.από τα σωματικά συμπτώματα στο φόβο: ο ασθενής συνειδητοποιεί ότι η κρίση πανικού δε αποτελεί κανένα ρίσκο να τρελαθεί ή να πεθάνει αλλά οι ίδιες οι κρίσεις προκαλούν το φόβο
2.από το φόβο στη μοναξιά: η μοναξιά ξεπροβάλλει ως φόντο και ο φόβος αντικαθίσταται από το πόνο.
3.από τη μοναξιά στο ανήκειν:ο ασθενής μαθαίνει να κουβαλά τους δεσμούς όπου ανήκει μέσα του και να λειτουργεί χωριστά χωρίς να νιώθει μόνος.
Αυτά τα 4 στάδια δε συμβαίνουν απαραίτητα με την ίδια σειρά. Περισσότερο είναι να ιδωθούν ως θεματικές τέτοιες που θα περιμέναμε να αναδυθούν σε κάθε διαδικασία ανάπτυξης.
Οι λέξεις ως φόντο.
Οι ασθενείς που υποφέρουν από κρίσεις πανικού βιώνουν την αίσθηση έντονου αποπροσανατολισμού ως συνέπεια της ακατανόητης φύσης αυτού που τους συμβαίνει. Συνεπώς χρειάζονται στήριξη στο να περιγράψουν λεκτικά την εμπειρία τους. Κάποιες φορές αναφέρονται στα ίδια τους συμπτώματα ως κρίσεις πανικού από τη πρώτη λέξη. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι σημαντικό να μη δέχεται αυτοματοποιημένα αυτή τη ταμπέλα. Η βιαστική αυτο-διάγνωση του ασθενή δείχνει την αγωνία του να φύγει από το άγχος που απορρέει από το άγνωστο και απερίγραπτο που του συμβαίνει. Η συγκεκριμένη στήριξη που θα δώσει η θεραπευτική σχέση είναι να «μασήσει» ο ασθενής το ακαθόριστο του συμπτώματος της κρίσης και να φτάσει σε μια από κοινού κατανόηση αυτού που συμβαίνει βασισμένος στη περιγραφή και τη φαινομενολογία της εμπειρίας του. (φαινομενολογία= ό,τι βιώνω είναι η πραγματικότητα για μένα, είναι ο τρόπος με τον οποίο ερμηνεύω τον κόσμο. Ό,τι βλέπω, μυρίζω, ακούω... το ερμηνεύω με βάση αυτό που είμαι. Έτσι δεν υπάρχει σωστή ή λάθος ερμηνεία παρά η δική μου και η δική σου.) Αλλιώς υπάρχει το ρίσκο ο ασθενής για άλλη μια φορά να απομονωθεί στη προσπάθεια του να αναγνωρίσει και να περιγράψει την εμπειρία του.
Η ιστορία ως φόντο: ανακτώντας το περιεχόμενο της εμπειρίας .
Κάθε κρίση πανικού έχει ένα ‘πριν’ και ένα ‘μετά’, που συνήθως παραλείπεται από τους ασθενείς εξαιτίας της έντασης της ίδιας της κρίσης που έχει επισκιάσει ό,τι άλλο. Η ανάκτηση της κατάστασης δίνει τη δυνατότητα στον ασθενή από τη μια να ορίσει και να περιορίσει την εμπειρία προσωρινά και από την άλλη να ανακτήσει το περιεχόμενο μέσα στο οποίο η εμπειρία της κρίσης συχνά γίνεται αισθητή ως ένα σχίσμα σα κάτι από το πουθενά. Χάρη σε αυτή τη προκαταρκτική δουλειά που κάποιες φορές είναι αργή και δύσκολη οι αιτίες που κινητοποιούν τα επεισόδια σταδιακά αναδεικνύονται. Αυτό με τη σειρά του διαμορφώνει τη πίστη του ασθενούς ότι οι κρίσεις δεν είναι ένας εντελώς απροσδόκητος κεραυνός σε ένα καθαρό ουρανό. Φτάνει να τις βλέπει ως ένα αποτέλεσμα εμπειριών που φτιάχνουν ένα μονοπάτι προς τον πανικό. Η ανάκτηση της επίγνωσης του ασθενούς και των άλλων συναισθημάτων που συνοδεύουν τις κρίσεις είναι ένα σημαντικό βήμα μπροστά. Τα συναισθήματα θα γίνουν όλο και πιο αντιληπτά όσο η επίγνωση θα συμβαίνει. Συχνά όντως ο πανικός συνοδεύεται από πόνο όμως αυτό το τελευταίο συναίσθημα θα κινητοποιηθεί μόνο όταν η θεραπευτική σχέση είναι αρκετά ώριμη για να αντέξει την αγωνία του ασθενούς και να τον στηρίξει στη μοναξιά του.
Η ιστορία ως φόντο: ανακτώντας την αίσθηση του πανικού
Η εμπειρία του πανικού που ο ασθενής φέρνει μαζί του στη θεραπεία είναι ένα ακατανόητο γεγονός χωρίς υπόβαθρο. Όταν ο θεραπευτής αρχίζει να καταλαβαίνει την ιστορία του ασθενούς και να τοποθετεί τη διαταραχή σε ένα περιεχόμενο με νόημα, ο ασθενής θα αναγνωρίσει τη πορεία που πρέπει να έχει η θεραπευτική διαδικασία και να στηρίζει τη θεραπευτική σχέση καθώς αντιλαμβάνεται τη κατεύθυνση της.
Η φάση ζωής του ασθενή και τα δίκτυα όπου ανήκει και αλλάζουν μας δίνουν ένα σημαντικό εργαλείο να διαβάσουμε τα συμπτώματα σε σχέση με τη ζωή του. σταδιακά θα τοποθετήσουμε το πανικό μέσα στη βιογραφία του ασθενούς έτσι ώστε να αναδυθεί μια μορφή μέσα από τις εμπειρίες της ζωής του. Μια σημαντική στιγμή στη θεραπεία είναι όταν ο ασθενής θα πει «τώρα καταλαβαίνω ότι δεν είναι τόσο παράξενο που παθαίνω κρίσεις πανικού». Σε αυτό το σημείο ο πανικός δεν είναι πια μια ακαθόριστη μορφή χωρίς νόημα. Αντίθετα είναι μια έκφραση της προσωπικής μου ιστορίας και εμπειρίας ζωής.
Ο ασθενής θα μπορεί πια να αναγνωρίσει τα συμπτώματα του πανικού ως μια έκφραση της ψυχικής αρρώστιας στη ζωή του όπως θα έκανε σε μια κρίση της σωματικής του υγείας.
Οι λειτουργίες του εαυτού: το σώμα και η προσωπικότητα, παράγοντες του φόντου
Οι κρίσεις πανικού έχουν ως αποτέλεσμα τη μερική στήριξη που προέρχεται από το σώμα και τη προσωπικότητα, λειτουργίες του εαυτού. Μέρος της δουλειάς του θεραπευτή είναι η αποκατάσταση της μορφής αυτής υποστήριξης και η βοήθεια προς τον ασθενή να αποκτήσει επίγνωση αυτού. Η διαταραχή πανικού συνήθως οδηγεί στην αρχή ενός μουδιάσματος στο σώμα και στο χάσιμο της ροής στη κίνηση και στο ρυθμό του σώματος. Μερικές φορές το σώμα είναι σα να κρέμεται στο κενό ή να είναι παγιδευμένο αντί να χαλαρώνει σε μια καρέκλα. Η τελική εντύπωση είναι ότι ο οργανισμός δε μπορεί να χαλαρώσει σε οποιοδήποτε ήρεμο μέρος, ότι το σώμα οπλίζεται ενάντια στη ξαφνική κατάρρευση του υποστηρικτικού του συστήματος και για αυτό στέκεται φρουρός με επαγρύπνηση και προσοχή.
Είναι σημαντικό να δώσουμε προσοχή στο πως αναπνέει ο ασθενής καθώς η αναπνοή είναι ένα από τα βασικά στηρίγματα της αυτό-υποστήριξης του οργανισμού. Ο τρόπος που οι ασθενείς με κρίσεις πανικού αναπνέουν, στερείται ροής, συνέχειας, ρυθμού και αρμονίας. Συγκεκριμένη υποστήριξη σε αυτές τις περιπτώσεις θα έπρεπε να είναι η βοήθεια στον ασθενή να αποκτήσει επίγνωση του τρόπου που διακόπτει να αναπνέει αυθόρμητα, να αισθάνεται και τέλος τα συναισθήματα του που συνοδεύουν τη διακοπή. Ο θεραπευτής ειδικά στις πρώτες φάσεις της θεραπείας έχει να βοηθήσει τον ασθενή να διαχειριστεί τη κρίση διδάσκοντας του πώς να αντιμετωπίζει το έντονο άγχος. Δυο τρόποι: πώς να αναπνέει , να χαλαρώνει τους σφιγμένους μυς όταν δεν είναι στη συνεδρία ο ένας και ο άλλος η καταγραφή από τον ασθενή όλων των φαινομένων που συμβαίνουν καθώς το άγχος μεγαλώνει. Έτσι αποσπάται ο ασθενής από την ένταση, κρατάει την επαφή με τον θεραπευτή νιώθοντας λιγότερο μόνος.
Στο κομμάτι της προσωπικότητας η στήριξη περιλαμβάνει τη διατήρηση της αφομοίωσης των εμπειριών που σχετίζονται με την αίσθηση του ανήκω και των απωλειών. Έτσι η ιστορία του ασθενούς αποκτά νόημα και συνέχεια. γίνεται μια διήγηση η οποία ανήκει σε ένα βαθύ επίπεδο, στο άτομο, μια ιστορία που θα ζωντανέψει και θα κατοικηθεί, σαν να ήταν ένα άδειο σπίτι χωρίς κανέναν μέσα. Κατά τη διάρκεια της ζωής των πιο μεταβατικών φάσεων η αντίληψη του ατόμου του ‘ποιος είμαι’ υποβάλλεται σε σημαντικές αναθεωρήσεις κινούμενο ανάμεσα στο ‘ποιος ήμουν’ και ποιος γίνομαι’ και ‘ποιος θα γίνω’.